Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

Φώτης Κόντογλου (1895-1965)

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΝΕΜΕΝΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

«Σε βεβαιώνω πως αισθάνομαι στεναχώρια και θλίψη όποτε δημοσιευθεί τίποτα για μένα. Ανέκαθεν απέφευγα τα δοξάρια. Πολύ φτηνό πράγμα. Αφού είπα πολλές φορές να μη γράψω πια να με ξεχάσουν. Τι όμορφο πράγμα να ζεις ξεχασμένος!»[1]. Ναι· ξεχασμένος αλλά και χαρούμενος, γιατί όπως λες «η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και ελπίδα της καρδιάς που τις αξιώνονται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός»[2].

Θα σε υπακούσουμε ευγνωμόνως. Θα μας επιτρέψεις όμως να καταθέσουμε ερανίσματα από το έργο σου και την κριτική αυτών, που σε γνώρισαν. Για τη δόξα του Χριστού και μόνον, που ήταν το κέντρο της ζωής σου και σε ανέδειξε σε μια νευραλγική για την οικουμένη εποχή, όταν άρχιζε η κρίση του Νέου Ελληνισμού, και σε έθεσε «εις κεφαλήν γωνίας» της ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού.

ΜΥΣΤΗΡΙΟ: «Το κάθε τι είνε τυλιγμένο μέσα σε μυστήριο. Αυτό το μυστήριο θέλουνε να βγάλουνε οι σημερινοί άνθρωποι. Μα ξεγυμνώνουνε τον εαυτό τους από κάθε βαθύ αίσθημα. Αφού και οι Χριστιανοί της σήμερον θέλουνε να κάνουνε τον Χριστιανισμό χωρίς μυστήρια, δηλαδή χωρίς Χριστό. Αν δεν νοιώθεις μυστήριο σε ό,τι βλέπεις, σε ό,τι ακούς, σε ό,τι πιάνεις, είσαι στ’ αλήθεια πεθαμένος άνθρωπος. Θυμάμαι τον καιρό που ζούσα πιο φυσική ζωή, πως όλα με κάνανε να βουτώ βαθειά μέσα μου και να βρίσκω κάποια αλλόκοτα πετράδια, και κάποια μαργαριτάρια μιας ξωτικής θάλασσας».

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ: «Όπως τα βλέφαρα αγγίζουνε τόνα τ’ άλλο, έτσι κι οι πειρασμοί είνε κοντά στους ανθρώπους. Και τα οικονόμησε ο Θεός με σοφία, για τη δική σου ωφέλεια, για να χτυπάς με υπομονή την πόρτα Του, και από τον φόβο των λυπηρών να Τον θυμάται ο λογισμός σου, και να Τον σιμώσεις με την προσευχή, και ν’ αγιαστεί η καρδιά σου με το να Τον συλλογίζεσαι. Και σαν τον επικαλεστείς θα σ’ ακούσει, και θα μάθεις πως ο Θεός είνε Κείνος που θα σε γλυτώσει. Και θα νοιώσεις Κείνον που σ’ έπλασε και που νοιάζεται για σένα και που σε φυλάγει και πώπλασε διπλό τον κόσμο για σένα, τον ένα σαν δάσκαλο και πρόσκαιρο παιδευτή, τον άλλο σαν πατρογονικό σπίτι σου και αιώνια κληρονομιά σου. Δεν σ’ έκανε ο Θεός απαλλαγμένο απ’ τα λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στην Θεότητα, κληρονομήσεις ό,τι κληρονόμησε κείνος, που πρώτα λεγότανε Εωσφόρος, κι ύστερα γίνηκε Σατανάς και πάλι δεν σ’ έκανε αλύγιστον και ασάλευτον, για να μη γίνεις σαν τ’ άψυχα τα κτίσματα και σου δοθούνε τα αγαθά δίχως κέρδος και δίχως μισθό, όπως στα άλογα είνε τα φυσικά χαρίσματα τα χτηνώδικα. Γιατί είνε εύκολο σ’ όλους να καταλάβουνε πόση ωφέλεια και πόση φχαρίστηση και ταπείνωση κερδίζει ο άνθρωπος περνώντας τούτα τα μπόδια»[3].

ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Ήταν ο άνθρωπος της αδιάλειπτης προσευχής, όχι μόνο γιατί προσευχόταν ή έψελνε συνεχώς την ώρα, που ζωγράφιζε, αλλά γιατί ποτέ δεν τον άφησε η μνήμη του Θεού, και είτε μιλούσε, είτε ζωγράφιζε, είτε έγραφε, το έκανε για τη δόξα του Θεού και για να δουν φως τα αδέλφια του, που πασπάτευαν απελπιστικά στο σκοτάδι. «Είναι μεγάλο πράγμα να μπορείς να μιλάς στον Θεό την ώρα που δουλεύεις! Ας είσαι ευλογημένος, Κύριε». Η ευγνωμοσύνη του ξεχείλιζε σ’ όλα τα γραψίματά του, για όλα όσα του έδωσε ο Θεός, ευχάριστα και δυσάρεστα. Τον γέμιζε η επικοινωνία του με τον Θεό. «Μη σκέπτεσαι τόσο πολύ», έγραψε στον Α.Κ.. «Προσεύχου και συγκέντρωσε τον εαυτό σου… Πόσο απλά είναι τα πράγματα για όποιον έχει πίστη και μπερδεμένα για όποιον δεν έχει… Εν τη “διανοήσει” ουκ έστι μετάνοια… Οι τέτοιοι θα απομείνουν για πάντα έξω από την αυλή των απλών προβάτων. Αυτοί έχουν ανάγκη από “προβλήματα” κι όχι από σωτηρία. Πίστις τίποτα»[4].

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: «Η μάννα μας η πνευματική είνε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ και αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για την πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είνε ο θησαυρός ο κρυμμένος και ο πολύτιμος μαργαρίτης, που λέγει ο Χριστός»[5]. Σφοδρή ήταν η εναντίωση του Κόντογλου στην Οικουμενική Κίνηση για την ένωση των εκκλησιών. Με μαχητική από του Ο.Τ. αρθρογραφία, με ανοιχτή επιστολή προς τον τότε Οικ. Πατριάρχη Αθηναγόρα και με άλλα (πρβλ. ιδίως Φ.Κ. Τι είναι Ορθοδοξία και τι είναι ο Παπισμός, Αθήναι 1964), με όλα αυτά ο Κόντογλου υπερμάχησε του πατρώου φρονήματος[6], και σε ευθεία διαδρομή του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη. Με ανυποχώρητο ζήλο αγωνίστηκε να κρατήσει σε απόσταση τη σκέψη και την τέχνη της Δύσης και του μέλανος δρυμού, «που δεν ήταν συμφυής προς την Ορθόδοξο ψυχή, ήτοι του μεταφυσικού, του ευφρόσυνου, του λαμπρού πνευματικού βάθους, της μεγάλης ελπίδος εκ της προς τα Άνω Προοπτικής».

Η Ορθοδοξία ήταν στάση ζωής. Ο Κόντογλου πίστευε. Σε μια εποχή ραγδαίας μεταβολής των πάντων, αγώνας και αγωνία του Κόντογλου είναι να διαφυλάξει τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες που μας κληροδοτήθηκαν αναλλοίωτες με την Ορθοδοξία. «Ορθοδοξία και Ευαγγέλιο είναι ένα. Όποιος αγαπά τους νεωτερισμούς και θέλει να αλλάξει ό,τι μας παραδόθηκε από τους Πατέρες, αυτός δεν είναι Χριστιανός, γιατί δεν έχει ταπείνωση, αφού η μητέρα των νεωτερισμών είναι η υπερηφάνεια, που κάνει τον άνθρωπο να πορεύεται κατά το θέλημα το δικό του… Διαβάζετε το Ευαγγέλιο με ταπεινή καρδιά και μην το αφήσετε από τα χέρια σας. Θα γίνετε αθώα πρόβατα του Χριστού και θα ξεκουρασθήτε στο αγιασμένο μαντρί του. Και όποιος σκύψει και μπει σ’ αυτή τη μάντρα από την πόρτα της ταπείνωσης, δεν θέλει να βγει πια»[7].

Έγραψε κάποιος στην “Αγγλοελληνική Επιθεώρηση”: «Αυτό που θαυμάζω στον Κόντογλου και τον επαινώ, είναι αυτό που πίστευε· δεν κατάφερε κανείς να του αλλοιώσει αυτήν την ιδέα. Ήταν μια ιδέα η οποία γεννήθηκε και πέθανε αγνή».

Για τον εαυτό του γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά: «Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίστηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίστηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του. Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα κατά το πνεύμα του κόσμου. Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο, που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρό αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυρρανιστήκαμε και τυρρανιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή, μα με την ελπίδα του Θεού όλα γαληνεύουν, όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία».

ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ. «Όση διαφορά έχει ο Χριστιανισμός από την ειδωλολατρία, άλλη τόση διαφορά χωρίζει το Βυζάντιο από την αρχαία Ελλάδα. Η αρχαιότητα είναι η βασιλεία του λογικού, ενώ το Βυζάντιο είναι η βασιλεία της πίστεως, της πνευματικής μέθης και της αθανασίας. Ο Πραξιτέλης και ο Απελλής δεν θα ένοιωθαν μια βυζαντινή εικόνα, γιατί δεν είναι φτιαγμένη απάνω στον υλικόν κανόνα. Πολλοί αρχαίοι μιλήσανε για την ματαιότητα του κόσμου , αλλά κανένας δεν την πίστεψε αληθινά, ώστε να την αφήσει, εκτός από τον Διογένη, που και αυτός καμώθηκε ψεύτικα πώς την σιχάθηκε, μόνο και μόνο για να θρέψει τη ματαιοδοξία του. Ενώ στο Βυζάντιο ο βασιλιάς κατέβαινε από το θρόνο και πήγαινε στην έρημο ντυμένος παλιόρασα από γιδότριχα και χαιρότανε γιατί ηλευθερώθη από της δουλείας της φθοράς. Η αγιότης, η όσιότης, η μακαριότης γινήκανε πραγματικότητες της ζωής, δεν ήτανε όπως πριν κάποια ηθικά σύμβολα. Στο Βυζάντιο ο άνθρωπος έγινε πιο εσωτερικός, κατέβητε στον βυθό του εαυτού του, (έγνω εαυτόν), όχι όπως ήθελε η αρχαία φιλοσοφία με το ερευνητικό ψάξιμο των εγκάτων του, αλλά με τον θείο έρωτα, που του έλεγε (Υμείς ναός του πνεύματος εστέ). Με την ταπείνωση έγινε πιο ευαίσθητος στον ψυχικό πόνο και στη συντριβή της καρδίας, και βρήκε τη λύτρωση της συγγνώμης και της μετανοίας».

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ. « Ο Φ. Κ. είναι Κυρίως βυζαντινός αγιογράφος και έτσι πέρασε στην Ιστορία. Και η συμβολή του στην πνευματική προαγωγή των Ορθοδόξων, διά της Εικόνας, είναι ανυπολόγιστη ακόμα. Και μπορώ να ισχυρισθώ ότι όχι μονάχα επέδρασε διαμορφωτικά στην εικονιστική συνείδηση των Ορθοδόξων και συνετέλεσε στη δογματική και θεολογική θεώρηση της Εικόνας, αλλά η ακτινοβολία της αγιογραφίας του πέρασε τόσο στον ρωμαιοκαθολικό, όσο και στον προτεσταντικά κόσμο και επηρέασε αρκετούς δυτικούς να ασπασθούν την Ορθοδοξία. Από την άποψη αυτή, ο Φ. Κ. θα μπορούσε να ονομασθή μεγάλος, να πάρη μια διακεκριμένη θέση μεταξύ εκείνων που άνοιξαν δρόμους ζωής, χαράς, λυτρώσεως, Ορθοδοξίας.

Ο Φ. Κ. αποκάλυψε και ξεσκέπασε την βυζαντινή αγιογραφία καλυμμένη από της λησμονιάς τη σκόνη και τη ζωντάνεψε από τη νεκρότητα των συνειδήσεων των τελευταίων αιώνων. Άπειρη ευγνωμοσύνη στον Φ. Κ. οφείλει και αυτό το Άγιον Όρος, που είχε χάσει από την αίσθησή του την εικονογραφική παράδοσή του και είχε αλωθεί από τις χαλκομανίες του δυτικού ανθρωπισμού, τις Γενοβέφες - όπως έλεγε - που είχαν κυριαρχήσει στους αγιορείτες αγιογράφους μέσω των ρωσικών παραγγελιών.

Χάρις λοιπόν στον θαυμάσιο Φ. Κ. δεν υπάρχει σήμερα ούτε ένας αγιορείτης ·αγιογράφος, που να μην ακολουθεί βυζαντινή παράδοση, υστέρα από τις διδασκαλίες του με την μετάφραση του δοκιμίου του Λεωνίδα Ουσπένσκυ και αργότερα με το μνημειώδες έργο του «Έκφραση της Βυζαντινής Αγιογραφίας (με 1100 σελίδες, 500 σχέδια και 250 ολοσέλιδες πολύχρωμες και μονόχρωμες εικόνες σε μια υπέροχη έκδοση του εκδοτικού οίκου «Αστήρ»), με το οποίο διδάσκει την πάντιμη Τέχνη και την Τεχνική της αγιογραφίας».

ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ. «Η Ρωμιοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο, ή για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία του χρόνια στάθηκε η ίδια η Ρωμιοσύνη. Ακόμα και τον καιρό του Φωκά φανερώνονται καθαρά τα χαρακτηριστικά της, και στα χρόνια των Παλαιολόγων, που ψυχομαχά το βασίλειο, αντρειώνεται η βασανισμένη Ρωμιοσύνη, η καινούργια Ελλάδα. Μεγάλωσε μέσα στην αγωνία η Χριστιανική Ελλάδα, γιατί ο πόνος είναι η καινούργια σφραγίδα του Χριστού. Η Ρωμιοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να ‘τανε δοξασμένη κι αντρειωμένη, αλλά η καινούργια, η χριστιανική, είναι πιο βαθειά, επειδής ο πόνος είναι ένα πράγμα πιο βαθύ κι από τη δόξα κι από τη χαρά κι από κάθε τι. Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθειά τον χαραχτήρα τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μια τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη. Τα έθνη που εξαγοράζουνε κάθε ώρα τη ζωή τους με αίμα και μ’ αγωνία, πλουτίζουνται με πνευματικές χάρες, που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς και από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο».

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. «Πνευματικόν άνθρωπο, λέγει ο κόσμος τον άνθρωπο που ξέρει γράμματα. Μα άληθινά πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που έχει κάποια ιδιαίτερη ψυχική ευαισθησία και καθαρότητα, που δεν την έχουνε οι άλλοι, και που τον κάνει να υποφέρει κρυφά για όλους και για όλα, σαν να ‘ναι εκείνος ο φταίχτης για τις αδυναμίες τους και τα στραβά που γίνονται στον κόσμο. Και αυτό δεν το κάνει σαν ένα χρέος, αλλά σαν να ‘ναι ανάγκη του, γιατί αλλοιώς δεν μπορεί να ζήσει».

Η ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ . Έγραφε και ζωγράφιζε ως την τελευταία στιγμή, όπου κατάλαβε πώς π ρέπει να ετοιμάζεται. Κάλεσε τότε τον άγιο γέροντα π. Φιλόθεο Ζερβάκο, και του εξομολογήθηκε - όπως μάς το διασώζει ο ίδιος ο π. Φιλόθεος: «Προαισθάνομαι ότι θα φύγω σύντομα και δι’ αυτό σας εκάλεσα, να εξομολογηθώ, να μού κάνετε Ευχέλαιον, να κοινωνήσω των Αχράντων Μυστηρίων, να λάβω όλα τα αναγκαία εφόδια διά το μακρυνόν ταξίδιον. Ελπίζω όχι εις τας αρετάς μου, διότι ουδέν αγαθόν εποίησα, αλλά εις το άπειρον έλεος του Θεού και την πολλήν ευσπλαγχνίαν του να με σώση…». «Οπλισμένος με όλα τα εφόδια για το μεγάλο ταξίδι ανοίγει πανιά για την αιωνιότητα ο Φ. Κ. ο Κυδωνιεύς, λογοτέχνης και αγιογράφος, στις 13 Ιουλίου το 1965. Τις ίδιες στιγμές κατά την αγρυπνίαν των Αγίων Αποστόλων (παλαιό ημερολόγιον) στην Ι. Μονή Μεταμορφώσεως του Brooklyn της Νέας ‘Υόρκης, όπως διασώζει ο ηγούμενος, και κατά την Λιτήν, μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας μας ακτινοβόλησε. Η εικόνα αυτή της Οδηγήτριας ήταν οικογενειακή εικόνα του κυρ-Φώτη και είχε επιγραφή (Δέησις Φωτίου και Μαρίας)»

…Όποιος από το άρωμα των λουλουδιών του αναζήτησε και βρήκε τον μυστικό κήπο, τον Φώτη Κόντογλου, θα γευθεί τη χαρά της γαλήνης, της απλότητας και της ταπείνωσης. Οι πόνοι του θα ανακουφισθούν. Σαν αγράμματος θα διαβάσει τις βυζαντινές αγιογραφίες του. Θα γνωρίσει τους άσαρκους ασκητάδες της Συρίας και Μεσοποταμίας και θα μάθει απ’ αυτές τις αγνές ψυχές την αληθινή θεολογία, τη στάση του νου και της καρδιάς απέναντι στον Κύριο. Και θα πλημμυρίσει από ευγνωμοσύνη προς τον Θεόν «τούτων και πάντων ένεκεν».

Για τη σύνδεση των κειμένων

Αριστείδου


1. Α. Καλόμοιρου: «Ο άνθρωπος του Θεού» στο Μνημονάριο του Φώτη Κόντογλου. Περιοδικό Ευθύνη. Τετράφια 23, 1985.

2. Φ. Κόντογλου: Σημειώσεις της νύχτας της 1/1/1950, Καθημερινή 1/1/84.

3. Φ. Κόντογλου: «Ο Μυστικός Κήπος», μετάφραση Λόγων ιερών Ισαάκ του Σύρου.

4. Α. Καλομοίρου: Ό.π.

5. Φ. Κόντογλου: Έργα Γ «Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη» σελ. 279, Εκδ. «Αστήρ».

6. Δ. Κόρσου: «Η Ορθόδοξη φωνή του Φώτη Κόντογλου», περ. «Ευθύνη».

7. Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον εξηγημένο το κατά δύναμιν, υπό Φ. Κόντογλου, σελ. 3, Εκδ. «Αστήρ», 1952.

www.xfd.gr

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ